σ̌εσμένος
Μετοχή
Μετοχή
(μτφ) Αυτός που τον έχουν γραμμένο, που δεν τον υπολογίζουν.
Παραδείγματα
Την έσ̌ει σ̌εσμένη τη μάνα του! Ας λαλεί ό,τι θέλει για την φιλενάδα του!
(μτφ) Ο πλούσιος, ο λεφτάς.
Παράδειγμα
Εν σ̌εσμένος στα ριάλια τούτος! Πόσα αυτοκίνητα έσ̌ει ολάν;
(μτφ) Ο δειλός, ο χέστης.
Παράδειγμα
-Εν σ̌εσμένος που τον φόο του. Εκλειδώθηκεν μες το αρμάρι μόλις είδεν το σ̌ύλλο.
Συνώνυμα:
, σ̌έσης
Φράσεις
- σ̌εσμένος της λίρας
- σ̌εσμένος του κοζ̌ιού
- έχω κάποιον σ̌εσμένο
Σημειώσεις
Στην ελληνική αργκό χεσμένος μπορεί να σημαίνει και αυτό που στα κυπριακά λέγεται πρησμένος (φουσκωμένος από την πολλή γυμναστική) ή επίσης και μαστουρωμένος.