σ̌εσμένος (του κοζ̌ιού)
Φράση



Αυτός που είναι ιδιαίτερα τυχερός στα χαρτιά, που έχει συνέχεια καλό χαρτί.


Παραδείγματα

Τον κωλόφαρδο! Εν σ̌εσμένος του κοζ̌ιού πάλε!


Πππε εκάμαν μας σ̌ιλιάρα! Κανεί ρε, να είσαστε σ̌εσμένοι στα κόζ̌ια!


Πάλε ετράβισε τζόκερ ο σ̆εσμένος.

Σημειώσεις

392056-Z poker_sd_b

Κόζι < από την τουρκική λέξη koz που σημαίνει 1) το προσεκτικό κοίταγμα, το μάτι. 2) ατού σε παιχνίδια με μπάζες.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.