σ̌εσμένος (του κοζ̌ιού)
Φράση
Φράση
Αυτός που είναι ιδιαίτερα τυχερός στα χαρτιά, που έχει συνέχεια καλό χαρτί.
Παραδείγματα
Τον κωλόφαρδο! Εν σ̌εσμένος του κοζ̌ιού πάλε!
Πππε εκάμαν μας σ̌ιλιάρα! Κανεί ρε, να είσαστε σ̌εσμένοι στα κόζ̌ια!
Πάλε ετράβισε τζόκερ ο σ̆εσμένος.