σημμασίας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που προσπαθεί συνεχώς να τραβήξει την προσοχή, που αναζητά την προβολή και θέλει να φαίνεται σημαντικός.
Παραδείγματα
Επετάχτηκε όπως το αγγούρι, σαν μεν εκόλλαν, να πει την τσ̌ιόφτα της, ο σημασίας.
Ο μιτσής μου ο ανιψ̌ιοτεκνος εν πολλά σημασίας, ούλλην την ώρα κλαίει άμαν θέλει τίποτε.
Προέλευση
Από το σημασία, με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας, που συνηθίζεται στη σύγχρονη κυπριακή διάλεκτο περισσότερο από ό,τι στην κοινή νεοελληνική.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Χρησιμοποιείται και για τα δύο φύλα στο αρσενικό, όπως βλέπουμε και από το παράδειγμα.