σ̌ιάχοςΕπίθετοΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που είναι βλάκας, χαζός. ΠαράδειγμαΕν σ̌ιάχος τούτος! Συνέχεια λαλεί βλακείες.