σιέρα
Ουσιαστικό, θηλυκό

Μεταλλική κατασκευή επάνω στην οποία στήνεται ένα στρατιωτικό φυλάκιο και, συνεκδοχικά, το ίδιο το φυλάκιο.


Παραδείγματα

-Μα πού εν ο Κωστής;

-Εν πάνω στη σιέραν, φκάλλει νούμερον.


12928319_10153398689426176_270048933559315560_n

Φράσεις

  • είμαι πάνω στη σιέρα: βγάζω σκοπιά

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Από το σί(δ)ερον 'μέταλλο'.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.