σιέρα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Μεταλλική κατασκευή επάνω στην οποία στήνεται ένα στρατιωτικό φυλάκιο και, συνεκδοχικά, το ίδιο το φυλάκιο.
Παραδείγματα
-Μα πού εν ο Κωστής;
-Εν πάνω στη σιέραν, φκάλλει νούμερον.
Φράσεις
- είμαι πάνω στη σιέρα: βγάζω σκοπιά
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Από το σί(δ)ερον 'μέταλλο'.