σικκιμετζ̆ήςΟυσιαστικό, αρσενικόΑυτός που δεν τον νοιάζει για τίποτα εκτός από τη δική του καλοπέραση, ο ζαμανφουτίστας. ΠαράδειγμαΣημερα εν θα εδέχουμουν να δουλεψω ετσι. Αλλα τοτε, στα 22 μου χρονια, εθωρουν τα αλλωσπως. Αμμαν εισαι μιστής εισαι τζιαι λλιον σικκιμετζιης.