Μη εμφανίσιμη γυναίκα, μπάζο.


Παραδείγματα

Μα είδες την τζ̌είνην τη σκαρπέλαν που εμάσιετουν να μου κολλήσει ψες στο μπαρ;


σκαρπέλα


Συνώνυμα:

, πασ̌οκόλα, ζαόκασια

Σημειώσεις

Το σκαρπέλο είναι ένα ξυλουργικό εργαλείο. Στο εργαλείο αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο η εμφάνιση, αφού χρησιμοποιείται για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, και σημασία δύνεται στην κατασκευή του. Έτσι η λέξη σκαρπέλα έχει συσχετιστεί με κάτι που δεν είναι για να θαυμάζεται.ι8θ8

Πηγές

Σκαρπέλο (Βικιλεξικό).

Σύμφωνα με την πιο πάνω πηγή, σκαρπέλο είναι μεταλλικό εργαλείο με ξύλινη λαβή, παρόμοιο με τη σμίλη, για την επεξεργασία του ξύλου.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.