σκνίπα
Ουσιαστικό, θηλυκό

Αυτός που έχει καταναλώσει πολύ αλκοόλ, ο μεθυσμένος.


Παράδειγμα

Εψές ο παρέας μου ήταν σκνίπα που το πολλύν ποτό.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.