σκνίπα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Αυτός που έχει καταναλώσει πολύ αλκοόλ, ο μεθυσμένος.
Παράδειγμα
Εψές ο παρέας μου ήταν σκνίπα που το πολλύν ποτό.
Περισσότερα ...
Αυτός που έχει καταναλώσει πολύ αλκοόλ, ο μεθυσμένος.
Εψές ο παρέας μου ήταν σκνίπα που το πολλύν ποτό.