σκουλλοπάφιτος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που κατάγεται απο την Πάφο, που είναι εντελώς σκούλλος.


Παράδειγμα

Ρε φίλε άκουσες τον Αντρέα είνταλως μιλά, εν ο ορισμός του σκουλλοπάφιτου.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.