σκουλούτζ̌ινΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΈντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι. ΠαραδείγματαΤο σκουλούτζιν" (σκουλήκι) που λέμε εδώ στην Κύπρο με τρώει μέχρι να ανακαλύψω τη λύση Οποταν λεβεντες μου επειδη εχω κι εγω το σκουλουτζιν της ερευνας θα προτιμουσα μιαν εταιρεια που αν δεν την ικανοποιουν οι παραμετροι μιας πυριτιδας να πειραματιστει [...] Λίγο πριν τα είκοσι μου χρόνια έγινα από παιδί πατέρας, ξέρετε, νεανικός ενθουσιασμός! Ήταν τότε που ναυάγησαν τα όνειρα για σπουδές δημοσιογραφίας ή ιστορίας (το σκουλούτζιν όμως έμεινε μου!)