1. Αυτός που έβαλε πολλά κιλά, που πάχυνε πολύ.


Παράδειγμα

Φάε τζ̆αι να φάεις σ̌οκολάτες, έγινες σ̌οίρος.

Fat-Boy


Συνώνυμα:

, βόρτος

  1. Αυτός που τρώει λαίμαργα, χωρίς τρόπους.


Παράδειγμα

Είντα σ̌οίρος που είσαι! πάντα τρώεις σαν να τζ̆αι εν να σου πιάσουν το φαί σου.

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.