σ̌οίροςΟυσιαστικό, αρσενικόΚοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που έβαλε πολλά κιλά, που πάχυνε πολύ. ΠαράδειγμαΦάε τζ̆αι να φάεις σ̌οκολάτες, έγινες σ̌οίρος. Συνώνυμα: , βόρτοςΑυτός που τρώει λαίμαργα, χωρίς τρόπους. ΠαράδειγμαΕίντα σ̌οίρος που είσαι! πάντα τρώεις σαν να τζ̆αι εν να σου πιάσουν το φαί σου.