σολάρω
Ρήμα

(πρχ) Κάνω μπαντιστήρι, παίρνω μάτι.

Προέλευση

Από το σολίστας.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Να σημειωθεί η διαφορά από το, επίσης αργκοτικό, σολάρω στην κοινή νεοελληνική το οποίο συνδέεται με το σολάρισμα και όχι με το σολίστα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.