σπίννος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Μικροκαμωμένος.


Παράδειγμα

Κάμνει για σεκιουριτάς τούτος τωρά, έτσι σπίννος που ένι;


Συνώνυμα:

, ψιντρός

Φράσεις

  • εν σπίννος τούτος: είναι πολύ μικροκαμωμένος

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Υποκοριστικά: σπιννούδιν, σπιννούιν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.