Αυτός που είναι φοβιτσιάρης, χέστης.


Παράδειγμα

Ο Μάριος εν πολλά σπουρτόκωλος, εν μπορεί να τζ̌οιμιθεί με το φως κλειστό.

Προέλευση

Σύνθετη λέξη, από το ρήμα σπουρτώ 'εκρήγνυμαι, σκάζω (και) εξαπολύω' και το ουσ. κώλος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.