σπουρτόλοος
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που δεν κρατάει τη γλώσσα του, ο μαρτυριάρης.
Παραδείγματα
Ρε μεν του πεις νάμπου εγίνικε τζ̌αι εν σπουρτόλοος! Mεν τον εμπιστέφκεσαι!
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Σύνθετη λέξη, από το ρήμα σπουρτώ 'εκρήγνυμαι, σκάζω (και) εξαπολύω' και το ουσ. λόγος.