σ̌σ̌ίστος
Ουσιαστικό, αρσενικό

σ̌σ̌ύστος

  1. Το γυναικείο αιδοίο, το μουνί.

  1. Πολύ ωραία γυναίκα.


Παράδειγμα

Είδες τη γυναίκα του Αντρίκκου, είντα σ̌σ̌ίστος που ένι;

Φράσεις

  • γαμώ το σ̌σ̌ίστο μου

Προέλευση

Από το αρχαιοελληνικό κύσθος (αιδοίο) που έγινε κύστος με ανομοίωση και αργότερα, με την εξέλιξη της προφοράς (και ενδεχομένως με παρετυμολογία από το σχίζω και σχισμή) έγινε σ̌σ̌ίστος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.