σ̌σ̌ύλλαΟυσιαστικό, θηλυκόΚοινή αργκόΣτρίγγλα, γυναίκα με κακό χαρακτήρα. ΠαράδειγμαΤζιαι μετά υπάρχουν τζιαι τζείνες οι φιλοσοφίες του καναπέ τάχα «είες έιες κόρη, οι σσιύλλες περνούσιν μέλιν» η τζιαι «αμμέν είσαι λλίον σσιύλλα τίποτε εν γίνεται». Ή τζιαι οι στατιστικές πάλε του καναπέ : «Οι άντρες θέλουν γενάικαν σσιύλλα, έτσι τους αρέσκει».