στοισ̌ειόν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που είναι κακός και άσχημος, που μπορεί να παρομοιαστεί με τέρας, όχι τόσο στην εμφάνιση, αλλά κυρίως στην ψυχή.
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι κακός και άσχημος, που μπορεί να παρομοιαστεί με τέρας, όχι τόσο στην εμφάνιση, αλλά κυρίως στην ψυχή.