στοισ̌ειόν του λάκκουΦράσηΚοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που είναι τρομακτικά άσχημος, τερατώδης. Παραδείγματα Ρε δε την τούτη, μες το facebook εν κουκλάρα τζ̌αι που κοντά στοισ̌σ̌ιόν του λάκκου. ΠροέλευσηΕπιτατικό του στοισ̌ειόν 'φάντασμα'.