στρηνιάζω
Ρήμα
Ρήμα
Ερεθίζομαι σεξουαλικά, καυλώνω.
Παράδειγμα
Ρε είνταλως εντύθηκε έτσι προκλητικά τούτη σήμερα! Μόλις την είδα εστρίνιασα, θέλω την!
Τρελλαίνομαι από επιθυμία για κάτι.
Παράδειγμα
Διεγείρομαι, θυμώνω.
Παράδειγμα
Τζ̌ίντη ώρα που με εξιτίμασε εστρίνιασα πολλά, έθελα να τον κάμω μαύρο που το ξύλο.
Προέλευση
Σύμφωνα με τον Κ. Γιαγκουλλή (Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου, 2005), η λέξη συνδεέται με το ουδ. ουσ. στρῆνος 'λαγνεία, φιληδονία', από το οποίο παράγεται η κυπρ. λέξη στρήνα.