στ’ αρτζ̆ίθκια μου/σου...[st‿aˈɾ̥t͡ʃiθca ˈkapcu]ΦράσηΚοινή αργκόΞιτιμασ̌ιάΣκασίλα μου, δεν με νοιάζει καθόλου. ΠαραδείγματαΜισώ που οδηγώ τζι έσιει γυρόν μου τεράστια αυτοκίνητα-φαγάνες της πεζίνας τζιαι στ' αρτζίθκια τους. [...] πίννουμεν, καπνίζουμεν, σ' ένα καθημερινό σπιτάκι ασήμαντο, με συναισθηματικό πάχος πολλύν, τζιαι άλλες ατέλειες, τζιαι στ' αρτζίθκια μας ο κόσμος.