σύσκατος
Επίθετο
Επίθετο
(μτφ) Αυτός που τον έβρισαν, τον έλουσαν με άσχημους χαρακτηρισμούς.
Παράδειγμα
Εθύμωσεν τόσον πολλά που τον έκαμε σύσκατο. Και τι δεν του είπε!
Προέλευση
Πιθανόν από το μεσαιων. σύσκατος (< συν + σκατό).
Περισσότερα ...
(μτφ) Αυτός που τον έβρισαν, τον έλουσαν με άσχημους χαρακτηρισμούς.
Εθύμωσεν τόσον πολλά που τον έκαμε σύσκατο. Και τι δεν του είπε!
Πιθανόν από το μεσαιων. σύσκατος (< συν + σκατό).