τάκκαρος, τακκάρα
Ουσιαστικό, διγενές

Προέλευση

Από το ουσ. τάκκος και τη μεγεθυντική κατάληξη -αρος.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Αρχικά η λέξη αναφερόταν σε γυναίκες, τελευταία όμως χρησιμοποιείται και για τα δύο φύλα. Έτσι, ο άντρας μπορεί να είναι τάκκαρος, ενώ η γυναίκα μπορεί να είναι είτε τάκκαρος, είτε τακκάρα!


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

2 σκέψεις για “τάκκαρος, τακκάρα