τάκκος (2)
[tákʰːos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[tákʰːos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Στρατιώτης που τεμπελιάζει, που συνέχεια προσπαθεί να λουφάρει.
Παραδείγματα
Μα δε τον σαπόνεο που κάθεται πάλε, εφκίκε τάκκος.
Φράσεις
- Ετακκόσες τζ̌αι σήμερα.
Περισσότερα ...
Στρατιώτης που τεμπελιάζει, που συνέχεια προσπαθεί να λουφάρει.
Μα δε τον σαπόνεο που κάθεται πάλε, εφκίκε τάκκος.