τάτσα
Ουσιαστικό, θηλυκό

  1. Σημάδι, ρετσινιά.


Παραδείγματα


Mε όλα αυτά που έκανε, και εκατό χρόνια να περάσουν, η τάτσα θα της μείνει.


Μπορεί να έκλεισε το θέμα, η τάτσα όμως μας έμεινε και δεν καθαρίζει.

  1. (μτφ) Άσχημη , καθόλου εμφανίσιμη γυναίκα.


Παράδειγμα

Ρε πελλέ εν όπως την τάτσα τούτη, εν βλέπεται!

δα

Προέλευση

Από το ιταλ. tazza ΄λεκές΄.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.