τάτσα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Σημάδι, ρετσινιά.
Παραδείγματα
Mε όλα αυτά που έκανε, και εκατό χρόνια να περάσουν, η τάτσα θα της μείνει.
Μπορεί να έκλεισε το θέμα, η τάτσα όμως μας έμεινε και δεν καθαρίζει.
Προέλευση
Από το ιταλ. tazza ΄λεκές΄.