ταπακόσ̌υλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι τεμπέλης, ακαμάτης.
Παράδειγμα
Ρε είσαι ένας ταπακόσ̌υλος. Εγίνηκες 30 χρονών τζαι εν πάεις να έβρεις μια δουλειά.
Συνώνυμα:
, κούνος
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι τεμπέλης, ακαμάτης.
Ρε είσαι ένας ταπακόσ̌υλος. Εγίνηκες 30 χρονών τζαι εν πάεις να έβρεις μια δουλειά.