τα παίζω
Φράση
Φράση
Ξαφνιάζομαι ή κουράζομαι τόσο που δεν μπορώ να αντιδράσω και κάνω βλακείες.
Παράδειγμα
-Ο Κώστας εκατέβηκεν που το αυτοκίνητο τζ̌αι άρκεψε να φκάλλει τα ρούχα του με στη μέση του δρόμου! -Οι μάνα μου! Έπαιξεν τα τέλεια!
(για μηχάνημα, αυτοκίνητο κλπ.) Χαλάω, καταστρέφομαι.
Παραδείγματα
Το κομπιούτερ μου έπαιξεν τα εντελώς. Εσταμάτησε ξαφνικά να δουλεύκει τζ̌αι τωρά ούτε καν ανοίει!
-Εννά αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο! -Γιατί; Αφού μια χαρά εν το αυτοκίνητο σου! -Τι λαλείς ρε;Εν άκουσες τα νέα; Έπαιξεν τα τζιαι εν σάζεται!
Φράσεις
- έπαιξα τα
Προέλευση
Εσωτερικό δάνειο από το νεοελληνικό τα παίζω.