ττεμπερχανόσ̌σ̌υλλος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Προέλευση
Από το τουρκ. tembelhan(e) `ίδρυμα όπου τεμπέληδες ζουν από φιλανθρωπίες΄ και το σ̌σ̌ύλλος.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Αντίστοιχο με το τεμπελχανάς και με το τεμπελόσκυλο της κοινής νέας ελληνικής.