τζ̌εγκενεύκω
[tʃeɲɟenéfko]
Ρήμα
[tʃeɲɟenéfko]
Ρήμα
Τεμπελιάζω, δεν κάνω τίποτα.
Παραδείγματα
- Κανεί να τζ̌εγκενεύκεις ούλλη μέρα, κάμε καμιά δουλειά.
Συνώνυμα:
απλώννω ζάμπαν, απλώννω ζάμπα
Περισσότερα ...
Τεμπελιάζω, δεν κάνω τίποτα.
- Κανεί να τζ̌εγκενεύκεις ούλλη μέρα, κάμε καμιά δουλειά.