τζ̌ισβέςΟυσιαστικό, αρσενικόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που είναι βλάκας, σβηστός. ΠαράδειγμαΡε, μα πώς έμεινες τζ̌αι τούτο το μάθημα; Είσαι τέλια τζ̌ισβές! Συνώνυμα: βλήμμαν, βλήμα