τράμπας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που συνεχώς προσπαθεί να αποκομίσει όφελος χωρίς να πληρώσει, ο τρακαδόρος, ο μουχτιτζ̌ής.
Περισσότερα ...
Αυτός που συνεχώς προσπαθεί να αποκομίσει όφελος χωρίς να πληρώσει, ο τρακαδόρος, ο μουχτιτζ̌ής.