τραμπάρω
Ρήμα
Ρήμα
Σουφρώνω, "τσιμπάω" κάτι, συνήθως μικρής αξίας, χωρίς να ζητήσω την άδεια του ιδιοκτήτη.
Παραδείγματα
Κλέβω, αρπάζω κάτι από τον ιδιοκτήτη του.
Παράδειγμα
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Μεγαλύτεροι σε ηλικία ομιλητές θεωρούν ότι το τραμπάρω σημαίνει αποκλειστικά "ανταλάσσω, κάνω τράμπα". Φαίνεται ότι η σημασία "παίρνω κάτι μικρής αξίας χωρίς να το πληρώσω" προστέθηκε αργότερα, ενώ σήμερα το ίδιο ρήμα στη νεανική γλώσσα να μπορεί να σημαίνει ακόμη και "αγγαρεύω κάποιον για να γλιτώσω χρήμα ή κόπο": ...αν τούτο ούλλο το παναύριν κάμνεις το σπίτι σου τραμπάρεις και τις θείες, ξαδέρφες και λοιπά να έρτουν να μαειρέψετε.
τραμπαρω ισως σημαινει ανταλλασω η παιρνω με δολο απο το δουλευω Ισπανικο Ιταλικο trabacho trabaho.
Ναι, θα μπορούσε. Ενδεχομένως και από το ιταλικό (διαλεκτικό) trampa που σημαίνει εξαπάτηση. Δεν είναι βέβαιη η ετυμολογία στην κυπριακή διάλεκτο, χρειάζεται έρευνα.