τραουλλομάσ̌αιρον
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που είναι άσχετος, που δεν κατέχει το θέμα με το οποίο πρόκειται να ασχοληθεί.
Παράδειγμα
Έλα δα ρε τραουλλομάσ̌αιρο να σου δείξω εγώ που ξέρω τη δουλειά, γιατί εσένα εν σου περνά.
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι άσχετος, που δεν κατέχει το θέμα με το οποίο πρόκειται να ασχοληθεί.
Έλα δα ρε τραουλλομάσ̌αιρο να σου δείξω εγώ που ξέρω τη δουλειά, γιατί εσένα εν σου περνά.