τριβίλλουρα
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Τόπος πολύ μακρινός και απομονωμένος, στη μέση του πουθενά.
Παραδείγματα
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Μόνο σε πληθυντικό αριθμό. Καμιά φορά εμφανίζεται και ως όνομα (υποθετικού) χωριού: Η ιστορία της Τταλλούς που τα Τριβίλλουρα έχει σιοκκάρει το παγκύπριο, το παγκόσμιο αλλά και κάποιες μορφές ζωής που εντοπίστηκαν στον Αρη.