τσ̆ίππηςΕπίθετοΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουAυτός που δεν ξοδεύει εύκολα, ο τσιγκούνης. Παραδείγματα«Μα δεν θα πετάμε και τα λεφτά της εκκλησίας στον γάμο του καραγκιόζη» είπε αναφερόμενος στην εισφορά των 30,000 ευρώ - ή 50 μικρή διαφορά έχει πάλε τσίππης ένι! Ρε μεν είσαι τόσο τσ̆ίππης, τσ̆έρνα τζ̌αι εσύ μια φορά! ΠροέλευσηΑπό το αγγλικό "cheap" (φθηνό).