τσ̌άκκος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που είναι πολύ έξυπνος, ικανός και λίγο μάγκας.


Παράδειγμα

Μα ετέλειωσες τις ασκήσεις έτσι γλήορα; Μπράβο ρε μιτσή, είσαι τσ̌άκκος!

 

Προέλευση

Τσ̌άκκος προέρχεται από τη λέξη τσ̌ακκούιν που είναι το μαχαίρι.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.