τσίβικος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Αυτός που ακολουθεί κάποιον, που του 'κολλάει' σαν τσιμπούρι.


Παραδείγματα

Μεν πείς τίποτε είσαι τσίβικος, να κλάσω έννα τον πίεις, εν φέφκεις που τον κώλο μου.


Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.