τσακροπίννωΡήμαΝεανική γλώσσαΚαταναλώνω μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. ΠαράδειγμαΕπέρασε ούλλην την νύχτα να τσακροπίννει με αποτέλεσμα να οδηγήσω εγώ το αυτοκίνητο της για να την πάρω σπίτι της. Παρατηρήσεις (γλωσσικές)Σύνθετη λέξη, από τα ρήματα τσακρώ 'σπάω, λυγίζω' και πίννω.