τσαλάτζ̆ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Λιώμα, τύφλα στο μεθύσι.
Παραδείγματα
Ε, άμαν ήπιες δύο μπουκάλες κρασί, λογικό να ήσουν τσαλάτζ̆ι μετά.
Περισσότερα ...
Λιώμα, τύφλα στο μεθύσι.
Ε, άμαν ήπιες δύο μπουκάλες κρασί, λογικό να ήσουν τσαλάτζ̆ι μετά.
Από το Τσαλακωμένος?