τσιαρτζ̌ήςΕπίθετοΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που είναι φανατικός καπνιστής, το φουγάρο. ΠαραδείγματαΗρωικός τσιαρτζής αλκολικός ΚΑΦΡΟγάρος κλαμπ. Den ftani pou ine ftextis kamni ke ton adai o tsiartzis. Συνώνυμα: τσιαροπίννας, τσιαροπίννας