τσουρούιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
(μτφ.) Αυτός που μπορούν οι άλλοι να τον κάνουν ό,τι θέλουν.
Παράδειγμα
Κανέναν δεν κατάφερε να πείσει ότι εν θα γίνει το τσουρούιν του διευθυντή ή ότι δεν θα κάμει ό,τι ζητήσει ο πρόεδρος.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Οι φράσεις “εν το τσουρούι της” και “είντα τσουρούι είσαι” χρησιμοποιούνται συνήθως για έναν άντρα που ακολουθεί πιστά ό,τι ζητήσει η γυναίκα του.
Σημειώσεις
Κυριολεκτικά, το τσουρούιν είναι το κατσικάκι: Που ποτζιει που αππηδησεν η τσουρα εν να ππηήση τζιαι το τσουρούιν (παροιμία).