τσόπρα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Άσχημη γυναίκα.
Παραδείγματα
Είσαι μια τσόπρα, αηδιάζω μόνο τζ̌αι που σε βλέπω.
«ά την τσόπρα, εκατάφερεν τα τζ̌αι ετίληξεν σε πάλε!»
Συνώνυμα:
, ξημαρισμένη
Περισσότερα ...
Άσχημη γυναίκα.
Είσαι μια τσόπρα, αηδιάζω μόνο τζ̌αι που σε βλέπω.
«ά την τσόπρα, εκατάφερεν τα τζ̌αι ετίληξεν σε πάλε!»