τταούκκαΕπίθετοΕιρωνικόΚοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουτταβούκκαΑυτή που είναι πολύ παχειά, θεόχοντρη. ΠαραδείγματαΑ μάνα μου ίντα τταούκκα εν τούτη, εν την χωρεί ο τόπος! Μπορεί ούλλοι να λαλούμε ότι εν τταούκκα, όμως ένεν τα κιλά που έχουν σημασία! ΠροέλευσηΠιθανή προέλευση από το τούρκικο tavuκ "κοτόπουλο", με εξέλιξη της σημασίας.