ττοππουζο-
Σχηματιστικό στοιχείο
Σχηματιστικό στοιχείο
Πρώτο συνθετικό λέξεων που χρησιμοποιείται επιτατικά για να προσδώσει αρνητική έννοια στο δεύτερο συνθετικό, το οποίο παρουσιάζεται ως απαξιωμένο, ανάξιο λόγου ή μη επιθυμητό.
Παραδείγματα
Εισηγούμαι να κόβονται τα σχόλια που γράφονται σε ττοππουζο-κυπραίικη διάλεκτο. (σχόλιο στο http://blog.stockwatch.com.cy/?p=1304)
[...] παρουσιάζει τη σύγχρονη Κύπρια σαν μια ττοππουζο-χωρκάτισσα [...] (σχόλιο στο http://antidoto1980.blogspot.com.cy/2015/02/blog-post_19.html)
Προέλευση
Από το ουσ. ττοππούζα 'ρόπαλο', που προέρχεται από το τουρκ. topuz.