ττοππουζοχώρκατος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που έχει μείνει πίσω από τα δεδομένα της εποχής του, που είναι πολύ χώρκατος.
Παράδειγμα
Ούτε να μιλήσει ούτε να ντυθεί ξέρει τούτος. Εν τέλια ττοππουζοχώρκατος.
Περισσότερα ...
Αυτός που έχει μείνει πίσω από τα δεδομένα της εποχής του, που είναι πολύ χώρκατος.
Ούτε να μιλήσει ούτε να ντυθεί ξέρει τούτος. Εν τέλια ττοππουζοχώρκατος.