Κοροϊδεύω, ειρωνεύομαι.

 


Παράδειγμα

Έσ̌ει που το πρωί εν εσταμάτησε να με ττρολλάρει που έππεσα τζ̌αι εγλίστρησα! Να φανταστείς γελά ακόμα!

troll

Προέλευση

Δάνειο από το αγγλικό troll.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Ο όρος εμφανίστηκε αρχικά στα μέσα μαζικής δικτύωσης για να περιγράψει τη συμπεριφορά των χρηστών που γράφουν σκόπιμα ανόητα ή εκτός θέματος σχόλια με σκοπό να προκαλέσουν και να δημιουργήσουν αναστάτωση.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.