φακκόλοος
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Προέλευση
Σύνθετη λέξη, από το ρήμα φακκώ 'χτυπώ' και το σχηματιστικό στοιχείο -λόος 'αυτός που μιλά με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό'.
Περισσότερα ...
Σύνθετη λέξη, από το ρήμα φακκώ 'χτυπώ' και το σχηματιστικό στοιχείο -λόος 'αυτός που μιλά με τον τρόπο που δηλώνει το α' συνθετικό'.