φακκώ
[fakʰːó]
Ρήμα
[fakʰːó]
Ρήμα
(με αιτιατική) Κτυπώ απότομα και συνήθως με κρότο.
Παραδείγματα
Εφάτσισα τα χέρια μου στο τραπέζι και σηκώστηκα να φύγω.
Εφάτσισα το πόιν μου, αλλά δεν έσπασα κόκκαλον.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Το ρήμα έχει ενδιαφέρον για τις πολλές αργκοτικές εκφράσεις στις οποίες συμμετέχει, αλλά και για τα παράγωγά του όπως τα επίθετα φατσ̌ημένος και αφάτσ̌ητος.