φαουσ̌άζω
[fauʃázːo]
Ρήμα
[fauʃázːo]
Ρήμα
Τρώω πολύ και με μεγάλη λαιμαργία, ντερλικώνω.
Παραδείγματα
Σήμερα έφα πέντε φορές τζ̌αι τωρά έκατσα να φαουσ̌ιάσω πάλε!
Περισσότερα ...
Τρώω πολύ και με μεγάλη λαιμαργία, ντερλικώνω.
Σήμερα έφα πέντε φορές τζ̌αι τωρά έκατσα να φαουσ̌ιάσω πάλε!