φαούσ̌ασμανΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΗ ενέργεια του φαουσ̌άζω, το να τρώει κανείς πολύ και λαίμαργα. ΠαράδειγμαΘα αφιερώσω το χρόνον που μας έμεινεν στη χαλαρότηταν του σώματος μου, το φαούσιασμαν πτηνών τζιαι χοιρινών, την απορρόφησην εμπειριών...